Άπόλλων

Άπόλλων
Άπόλλων, -ωνος
Grammatical information: m.
Meaning: gods name (Il.)
Other forms: Voc. ῎Απολλον.
Dialectal forms: In Myc. perh. ]perjo[ \/A]pely[on-\/, Ruijgh Études 56. Άπέλλων (Dor.), Άπείλων (Cypr.), Ἄπλουν (Thess.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Since J. Schmidt KZ 32, 327ff. explained from the voc. Ἄπολλον, itself assimilated from Ἄπελλον, cf. PN Άπελλίων, Άπελλῆς etc. Cypr. Άπείλων points to *Άπέλι̯ων as the basis of Dor. Άπέλλων; Thess. Ἄπλουν perhaps from (Pre-Greek) Apel-on- (Ruijgh, ap. Beekes, below).- There is no IE etymology. One tried connection with *ἄπελος `Kraft', (in ὀλιγηπελίη, q.v.) and Germanic e. g. in awno. afi n. `Kraft' (Kretschmer Glotta 13, 242 A. 1; 15,191; 18, 205; 27, 32; 31, 102); also Illyrian PN, as Mag-aplinus, Aplo etc. (Krahe IF 57, 117f.). Criticism by Sommer IF 55, 176 A. 2 and Nilsson, s. below). - Improbable Solders Arch. f. Religionswiss. 32, 142ff. (to ἀπέλλαι σηκοί H., orig. "Steinfügung", from α copulativum and πέλλα λίθος H., because of the holy stones in the cult of Apollon; s. Kretschmer Glotta 27, 32). See also Bq. As Apollon was assumed to come from Asia Minor, one looked there for a connection. But Lyd. Pλdans Artimuk (s. on Ἄρτεμις) had initial q-. - Cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 498ff. (esp. 523ff.); Chantraine L'Ant. class. 22, 68. - Burkert's idea that the name was derived from ἀμέλλαι is impossible (Beekes, Journ. Anc. Near Eastern Rel. 2, 2003). The name is prob. Pre-Greek, and Hitt. ]appaliunas, in a treaty between Alaksandus of Wilusa and the Hittite king, may well be the Pre-Greek proto-form (Apalyun).
Page in Frisk: 1,124-125

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁπόλλων — ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπόλλων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπόλλων' — Ἀπόλλωνα , Ἀπόλλων masc acc sg Ἀπόλλωνι , Ἀπόλλων masc dat sg Ἀπόλλωνε , Ἀπόλλων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

  • Ἀπολλῶν — Ἀπολλώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολλῶν — ἀπολούω wash off pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλλων — ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάικοφ, Απόλλων Νικολάγεβιτς — (Apollon Nikolayevich Maikov, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1897). Ρώσος ποιητής. Γιος ζωγράφου, μελέτησε από παιδί την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και έπλασε μια λυρική ποίηση μεγάλης ακρίβειας στην πλαστική έκφραση και διαποτισμένη από αναμνήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • Πιομπίνο Απόλλων — Ονομασία χάλκινου αγάλματος γυμνού άνδρα που βρέθηκε στη θάλασσα του Πιομπίνο (απέναντι από το νησί Έλβα) το 1832. Έχει ύψος 1,15 μ. Σύμφωνα με μια άποψη το άγαλμα είναι αντίγραφο ενός από τα δύο αγάλματα που φιλοτέχνησε ο Κάναχος για τον ναό του …   Dictionary of Greek

  • Τάμαν, Γκούσταβ Χένριχ Γιόχαν Απόλλων — (Tamman, 1861 – 1938). Γερμανός φυσικοχημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ντερπ (σημερινό Τάρτου), στο οποίο αργότερα δίδαξε ως καθηγητής. Διετέλεσε επίσης καθηγητής και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Διαπίστωσε ότι τα διαλύματα με ίδια… …   Dictionary of Greek

  • Аполлон, божество — (Άπόλλων). Между божествами древнего греческого мира А. является в этическом смысле наиболее выработанным, так сказать, одухотворенным. Культ его, в особенности в дорийских государствах, много способствовал смягчению нравов, упрочению и почитанию …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”